αποθησαυρισμος

αποθησαυρισμος
    ἀποθησαυρισμός
    ἀπο-θησαυρισμός
    ὅ накапливание Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποθησαυρισμος" в других словарях:

  • αποθησαυρισμός — ο (Α ἀποθησαυρισμός) η αποθήκευση νεοελλ. αποθησαύριση …   Dictionary of Greek

  • ἀποθησαυρισμόν — ἀποθησαυρισμός laying by masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποθησαύριση — αποθησαύριση, η και αποθησαυρισμός, ο η αποταμίευση (κυριολ. και μτφ.), η συνάθροιση πλούτου, γνώσεων, λέξεων, εκφράσεων κτλ.: Η αποθησαύριση λέξεων που χρησιμοποιούνται από το λαό και δεν έχουν καταχωριστεί στα λεξικά είναι σπουδαίο έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»